Ο έλεγχος των πρωταθλητών: Γιάννης Σφαιρόπουλος


Δεν είμαι βέβαιος τι ακριβώς θέλει να κάνει ο Γιάννης Σφαιρόπουλος. 
Καταλαβαίνω ότι θέλει να κερδίζει. Καταλαβαίνω ότι ρίχνει μεγάλο βάρος στην άμυνα. Καταλαβαίνω ότι θέλει να ελέγχει το παιχνίδι στην επίθεση από την ρακέτα και όχι από την γραμμή του τριπόντου. Καταλαβαίνω ότι θέλει να αναδείξει νέους Έλληνες παίκτες.
Αλλά δεν καταλαβαίνω ποια είναι η φιλοσοφία ή ποιες είναι οι αρχές που θα μετατρέψουν αυτά τα στοιχεία σε ένα συνεκτικό σύστημα.

Αυτή η απουσία συνοχής εξηγεί σε κάποιο βαθμό τη φετινή παταγώδη αποτυχία του Ολυμπιακού στην Ευρώπη. 
Επειδή, όμως, είναι άδικο να κρίνουμε έναν προπονητή μόνο από τα αποτελέσματα, χρειάζεται να αναλύσουμε περισσότερο τη δουλειά του Σφαιρόπουλου. 
Τα προβλήματα εντοπίζονται σε τρεις βασικούς τομείς, οι οποίοι συζητήθηκαν πολύ μέσα στη χρονιά.


1. Στατικότητα στην επίθεση. 

Οι αριθμοί λένε ότι η επίθεση του Ολυμπιακού στην Ευρωλίγκα ήταν λίγο πάνω από τον μέσο όρο. 
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η στατιστική συγκρούεται με αυτά που είδαν τα ματάκια μας τόσους μήνες. 
Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την ομάδα, ο Σφαιρόπουλος προσπάθησε να μεταφέρει το παιχνίδι του Ολυμπιακού μέσα στο ζωγραφιστό. 
Αυτό συνέβη με δύο τρόπους: περισσότερες επιλογές στο ποστ - κυρίως για τον Πρίντεζη, αλλά και για τους Μάντζαρη, Χάκετ και Παπαπέτρου - και σκριν μακριά από την μπάλα ή κοψίματα προς το καλάθι, ως συμπλήρωμα στα κλασικά πικ εν ρολ με τον Σπανούλη.

Θεωρητικά, αυτές οι προσθήκες στο παιχνίδι της ομάδας θα λειτουργούσαν συμπληρωματικά στην spread offense που είχε στήσει ο Μπαρτζώκας προκειμένου να εκμεταλλευτεί τις βοήθειες που έστελναν οι αντίπαλοι στα πικ εν ρολ του Σπανούλη με ελευθέρα περιφερειακά σουτ από την αδύνατη πλευρά. 
Επιπλέον, ο Σφαιρόπουλος δεν φαίνεται να εμπιστεύεται το τρίποντο όσο ο προκάτοχός του  - ακόμα θυμάμαι σε ένα τάιμ άουτ από τα πρώτα του ματς στον πάγκο, με ζωντανό τηλεοπτικό ήχο, να φωνάζει στους παίκτες του ότι κάνουν διαγωνισμό τριπόντων. 

Στην πράξη, η ομάδα βάρυνε αρκετά. 
Υπήρξε μια προσπάθεια για περισσότερη κίνηση και σκριν μακριά από την μπάλα πριν εκδηλωθεί η βασική επιλογή του συστήματος, αλλά ελάχιστοι αντίπαλοι ψάρωσαν. 
Οι περισσότεροι ήξεραν πού τελείωνε το misdirection play  και πού άρχιζε η επίθεση του Ολυμπιακού. 
Επομένως μπορούσαν να γεμίσουν τη ρακέτα με παίκτες από την αδύνατη πλευρά (αφού η περιφερειακή απειλή δεν ήταν πάντα εκεί) και να προσαρμοστούν στους παίκτες που αποτελούσαν τα σημεία αναφοράς. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με το Synergy ο Ολυμπιακός του Σφαιρόπουλου ήταν από τις κακές ομάδες της Ευρωλίγκας στους πόντους ανά κατοχή από πικ εν ρολ, ανεξάρτητα από το ποιος τελείωνε τη φάση (ο χειριστής ή ο σκρίνερ). 
Τα σκαμπανεβάσματα του Σπανούλη - που παρεμπιπτόντως είχε μια από τις πιο αποδοτικές χρονιές της καριέρας του ως πασέρ - δεν μπορούν να εξηγήσουν τα πάντα.

Ο Σφαιρόπουλος είχε στο μυαλό του μια αυστηρά δομημένη επίθεση σε στιλ Πασκουάλ - ιδίως όταν δεν είχε την μπάλα ο Σπαν - αλλά το αποτέλεσμα ήταν ένας ατελείωτος φορμαλισμός στο μισό γήπεδο, εξαιτίας της έλλειψη χώρου, αλλά και της ανεπαρκούς εκτέλεσης. 

Στην αρχή της χρονιάς ο κόουτς είχε δηλώσει ότι το πρόβλημα στην επίθεση δεν  ήταν η έλλειψη δημιουργίας, αλλά η έλλειψη αυτοματισμών. 
Παρότι συμφωνώ με την πρώτη διαπίστωση, οι αυτοματισμοί δεν ήρθαν ποτέ. 
Το αποτέλεσμα ήταν παίκτες όπως ο Χάκετ και ο Στρόμπερι να μην βρούν τον χρόνο και τον χώρο για να δείξουν τι μπορούν να κάνουν με την μπάλα, ενώ παίκτες σαν τον Παπαπέτρου και τον Μιλουτίνοφ έμοιαζαν συχνά να ψάχνουν τη θέση τους στο γήπεδο αντί να παίζουν μπάσκετ.

Η “στιγμιαία επίθεση” από Πρίντεζη και Λοτζέσκι, ορισμένα εκρηκτικά ημίχρονα στο ΣΕΦ (είτε σε ρυθμό, είτε σε ευστοχία) και τα επιθετικά ριμπάουντ κυρίως στην αρχή της χρονιάς έφεραν τον Ολυμπιακό στον μέσο όρο της Ευρωλίγκας από πλευράς πόντων ανά κατοχή. Αυτό προφανώς δεν ήταν αρκετό όταν η άμυνα κατέρρευσε στο τοπ-16. 
Επίσης δεν αντιστοιχεί στην ποιότητα του ρόστερ, ανεξάρτητα από τραυματισμούς και μεταγραφές στη μέση της χρονιάς. 



2. Έλλειψη διάθεσης και προσαρμογών στην άμυνα.

Η βασική κριτική που έγινε στον Σφαιρόπουλο φέτος για το αμυντικό κομμάτι αφορούσε την επιμονή στα hedge out. 
Βέβαια αυτή ακριβώς η τακτική λειτούργησε εξαιρετικά πέρσι, ενώ φέτος ο Ολυμπιακός έκλεισε την κανονική περίοδο με την καλύτερη άμυνα στην Ευρωλίγκα. 
Επομένως το ερώτημα είναι απλό: το πρόβλημα ήταν η τακτική ή η εκτέλεση της;

Η απάντηση δεν είναι εύκολη. 
Το περσινό αμυντικό στιλ βασίστηκε στη διάθεση και τη συσπείρωση της ομάδας μετά την αλλαγή προπονητή. 
Αυτά τα στοιχεία δεν είναι εύκολο να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα. 
Για παράδειγμα, ο Χάντερ, παίκτης - κλειδί στην επιθετική αντιμετώπιση των πικ εν ρολ πέρσι, δεν μπόρεσε να φτάσει στο ίδιο επίπεδο φέτος, κυρίως εξαιτίας μιας σειράς μικροτραυματισμών στο ξεκίνημα της χρονιάς που δεν του επέτρεψαν να βρει ρυθμό.

Αλλά το βασικό θέμα ήταν ότι η περσινή διάθεση και ενέργεια δεν υπήρχαν, με αποτέλεσμα η τακτική να καταρρεύσει στο τοπ-16. 
Ίσως να φταίνε οι τραυματισμοί και τα μπες-βγες στο ρόστερ που επηρέασαν την συνοχή της ομάδας. 
Ίσως οι αντίπαλοι να προσαρμόστηκαν καλύτερα, με αποτέλεσμα η προσπάθεια να μην αρκεί. 
Ίσως η ομάδα να επηρεάστηκε από μια διαφορετική προσέγγιση των διαιτητών (χωρίς φυσικά τα σφυρίγματα να εξηγούν την φετινή αποτυχία ούτε στο ελάχιστο). 
Σε κάθε περίπτωση, η περσινή ομάδα, που έπαιζε στα κόκκινα επί σαράντα λεπτά και έβρισκε τον τρόπο να εξαντλεί τους αντιπάλους της παρά τα όποια τακτικά κενά, δεν εμφανίστηκε ποτέ στο παρκέ.

Θα μπορούσε ο Σφαιρόπουλος να έχει αλλάξει κάποια πράγματα νωρίτερα σε τακτικό επίπεδο; 
Για παράδειγμα να παίξει περισσότερο με αλλαγές στα σκριν, όπως έκανε στους τελικούς του πρωταθλήματος; 
Ίσως, αλλά πρέπει να θυμόμαστε τρία πράγματα: πρώτον, ο Σον Τζέιμς και ο Μιλουτίνοφ δεν είναι ακριβώς Χάινς στις αλλαγές. 
Δεύτερον, οι αλλαγές πρέπει να έχουν δουλευτεί για να λειτουργήσουν καθόλη τη διάρκεια του τοπ 16 (σε αντίθεση με μια σειρά τεσσάρων αγώνων). Ο Σφαιρόπουλος είχε δουλέψει κάτι άλλο και επέμεινε σε αυτό γιατί είχε δει αποτελέσματα. 
Τρίτον, η τακτική δεν υποκαθιστά την διάθεση και την ενέργεια. Και αυτό μας φέρνει στον τελευταίο τομέα:   


3. ‘Ελλειψη συνοχής (γενικά).

"Εν όψει της νέας χρονιάς, ο Σφαιρόπουλος πρέπει να δει τι δεν πήγε καλά σε επίπεδο τακτικής ή συστημάτων και να το διορθώσει. Θα χρειαστεί επίσης να συνεισφέρει και στον μεταγραφικό σχεδιασμό της ομάδας. Πάνω απ’όλα, όμως, θα πρέπει να διατηρήσει τη σχέση του με τους παίκτες στην ίδια βάση με φέτος. Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε."

Έτσι έκλεινε το περσινό άρθρο για την πρώτη χρονιά του Σφαιρόπουλου στον πάγκο του Ολυμπιακού. Ένα χρόνο μετά, είναι φανερό ότι η βασική συνθήκη της περσινής επιτυχίας δεν τηρήθηκε φέτος. 

Πέρα από τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, υπάρχουν ένα σωρό αγωνιστικές εξηγήσεις για την αποτυχία στην Ευρωλίγκα: ο Ολυμπιακός δεν έτρεχε όσο θα έπρεπε προκειμένου να αξιοποιήσει τα προσόντα παικτών όπως ο Στρόμπερι, ο Χάκετ και ο Λοτζέσκι - και αυτή η αδυναμία δεν αφορούσε μόνο καθαρούς αιφνιδιασμούς, αλλά και την αξιοποίηση αμυντικών ανισορροπιών στο transition σε δεύτερο χρόνο, με την ομάδα να μπλέκεται αδικαιολόγητα σε τέτοιες ευνοϊκές καταστάσεις. 

Επίσης είχε μια από τις χειρότερες περιφερειακές άμυνες στην Ευρωλίγκα, κυρίως έξω από τα 6,75. Όλα αυτά, όμως, δείχνουν ένα βαθύτερο πρόβλημα, τόσο στη δομή του ρόστερ, όσο και στις σχέσεις εντός της ομάδας.

Η αφετηρία ήταν το περσινό καλοκαίρι. 
Πολύ κουβέντα έχει γίνει για την απόφαση να αποκτηθεί ο Μιλουτίνοφ (aka μενίρ- TM redhoops 2015) αντί για το μυθικό “αθλητικό τεσσάρι με σουτ ως μπακ απ του Πρίντεζη”. Τελικά ούτε το μενίρ, ούτε ο Αγραβάνης, ως “μέτριας αθλητικότητας τεσσάρι με αμφίβολο σουτ ως μπακ απ που θα ξεζουμίσει τον Πρίντεζη” δικαίωσαν τον κόουτς. 
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι οι επιμέρους επιλογές, όσο το γεγονός ότι ο Σφαιρόπουλος έχασε γρήγορα την εμπιστοσύνη του στο ρόστερ - και αυτή η αίσθηση  επηρέασε την ομάδα συνολικά.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Χάκετ. 
Αποκτήθηκε μετά την απώλεια του Σλούκα (μια και το ‘φερε η κουβέντα: από οικονομικής άποψης ο Ολυμπιακός έπραξε σωστά, παρότι συνολικά η διαχείριση της συγκεκριμένης υπόθεσης δεν ήταν ιδανική), αλλά κανείς δεν κατάλαβε για ποιο ρόλο προοριζόταν. 
Οι περισσότεροι σύγκριναν τον χρόνο συμμετοχής του με εκείνο του Μάντζαρη ως απόδειξη ότι ο Ιταλός αδικούνταν. 
Στην πραγματικότητα ο Χάκετ αδικήθηκε επειδή δεν έπαιξε περισσότερο δίπλα στον Μάντζαρη ως βασικός δημιουργός όταν ο Σπανούλης ήταν στον πάγκο. 

Ο Σφαιρόπουλος απλά δεν τον εμπιστεύτηκε. 
Όπως δεν εμπιστεύτηκε τον Στρόμπερι, ή ακόμα και τον Αθηναίου, φέρνοντας τον Ντάριους Τζόνσον-Όντομ ως δημιουργό/καβάτζα μπας και πάθει τίποτα ο Σπανούλης. 
Όλα αυτά, συν η διοικητική απόφαση για επιστροφή του Παπανικολάου (ορθότατη, στο πλαίσιο ενός μακροπρόθεσμου σχεδιασμού), έβγαλαν παίκτες από το ροτέισον, δημιούργησαν αβεβαιότητα, χάλασαν σχέσεις.

Το φετινό καλοκαίρι ξεκίνησε πάλι με συζητήσεις επί συζητήσεων για το “δημιουργικό γκάρντ-σκόρερ” που λείπει. 
Με δεδομένο, όμως, ότι ένας εκ των Χάκετ-Μάντζαρη θα πρέπει να βρίσκεται στο παρκέ για αμυντικούς λόγους, αφήνει μικρό χρόνο συμμετοχής για αυτή τη μυθική μορφή. 
Και αυτός ο χρόνος θα κοπεί από κάποιους άλλους παίκτες - συμπεριλαμβανομένων των Λοτζέσκ, Παπανικολάου και Παπαπέτρου.

Ο αντίλογος είναι ότι “θα παίζει όποιος αξίζει”. 
Πρέπει να θυμόμαστε, όμως, ότι στην έναρξη της προετοιμασίας για την αγωνιστική περίοδο 2016-17 ο Σφαιρόπουλος δε θα βρει μπροστά του ένα σύνολο έτοιμο να συσπειρωθεί και να αποδείξει πράγματα, όπως συνέβη τον χειμώνα του 2015. 
Αντιθέτως, θα βρει έναν πυρήνα πρωταθλητών, μαζί με τις προσθήκες στις οποίες θα καταλήξει από κοινού με την διοίκηση. 
Αυτοί οι παίκτες θα πρέπει να αφήσουν πίσω τους την φθορά της περσινής χρονιάς και να γίνουν ομάδα. Αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με τα συστήματα - σε αυτό τον τομέα δεν αναμένω δραματική βελτίωση - όσο με την εσωτερική συνοχή της ομάδας. 

Επομένως, πρέπει να εγκαταλειφθεί η περσινή λογική του αθροίσματος αγωνιστικών στοιχείων και να δομηθεί ένα σύνολο το οποίο θα βρίσκει λύσεις εκ των έσω, ακόμα και αν στα χαρτιά έχει κενά. 
Αυτός είναι ο τρόπος του Ολυμπιακού, όπως φάνηκε και στους τελικούς του ελληνικού πρωταθλήματος. Ο Σφαιρόπουλος καλείται να τον τιμήσει. Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε. 

@rodhig7